top of page

Ο ΘΗΣΕΑΣ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

 

Κάποτε ο Ηρακλής πέρασε απ’ την Τροιζήνα, όπου τον φιλοξένησε στο παλάτι του ο βασιλιάς Πιτθέας.

Όταν κάθισαν να φάνε, ο Ηρακλής έβγαλε τη λεοντή και την άφησε χάµω.

Μια παρέα παιδιών βλέποντας τη λεοντή τρόµαξαν και το έβαλαν στα πόδια. 

Ένα όµως επτάχρονο παιδί, νοµίζοντας πως έβλεπε αληθινό λιοντάρι, άρπαξε ένα τσεκούρι κι όρµησε να το σκοτώσει. Ήταν ο Θησέας, ο εγγονός του βασιλιά Πιτθέα. Ένας ακόµη ήρωας της ελληνικής µυθολογίας.

 

1. Θησέας, το βασιλόπουλο της Τροιζήνας

Ο βασιλιάς της Αθήνας, ο Αιγέας, γυρνώντας κάποτε από το µαντείο των ∆ελφών, πέρασε από την Τροιζήνα. Εκεί γνώρισε την Αίθρα, την κόρη του βασιλιά Πιτθέα. Από αυτούς τους δυο γεννήθηκε ο Θησέας. 

Ενώ η Αίθρα ήταν ακόµη έγκυος, ο Αιγέας χρειάστηκε να γυρίσει στην Αθήνα.

Πριν φύγει, έκρυψε το σπαθί και τα χρυσάσανδάλια του κάτω από ένα βράχο, δίπλα στο ναό του Δία και της είπε: «Αν το παιδί που θα γεννήσεις είναι αγόρι, όταν θα µεγαλώσει και θα µπορέσει να σηκώσει το βράχο, να πάρει το σπαθί και τα σανδάλια µου και να έρθει στην Αθήνα».
 

Όταν ο Θησέας µεγάλωσε, η Αίθρα τού έδειξε το βράχο, εκείνος τον σήκωσε, πήρε τα δώρα του πατέρα του κι έφυγε για την Αθήνα. Δεν θέλησε να πάει µε καράβι. Προτίµησε το δρόµο της στεριάς που ήταν γεµάτος κινδύνους.
 

Ξεπέρασε όλους τους κινδύνους που συνάντησε, νίκησε πολλούς κακοποιούς, ληστές και άγρια ζώα που τροµοκρατούσαν και σκότωναν ανθρώπους. Οι άνθρωποι µπορούσαν να ταξιδεύουν πια ελεύθερα.
Έφτασε τέλος στην Αθήνα όπου ο Αιγέας, βλέποντας το σπαθί και τα σανδάλια του, τον γνώρισε αµέσως και τον υποδέχτηκε µε χαρά και ανακούφιση. 

2. Ο Θησέας σκοτώνει το Μινώταυρο

Μερικά χρόνια πριν φτάσει ο Θησέας στην Αθήνα, οι Αθηναίοι γιόρταζαν για να τιµήσουν την Αθηνά κι έκαναν αγώνες. Στους αγώνες πήρε µέρος κι ο γιος του Μίνωα, του βασιλιά της Κρήτης.

Νίκησε σ’ όλα τ’ αγωνίσµατα και γι’ αυτό κάποιοι Αθηναίοι από τη ζήλια τους τον σκότωσαν. 

Ο Μίνωας ήρθε µε πολλά καράβια και πολιόρκησε την Αθήνα.

Νίκησε τους Αθηναίους και τους ανάγκασε να του πληρώνουν φόρο. 

Κάθε χρόνο έπρεπε να του στέλνουν επτά νέες κι επτά νέους για να τους τρώει ο Μινώταυρος.
 

Ο Μινώταυρος ήταν ένα τέρας µε κεφάλι ταύρου και σώµα ανθρώπινο. Ζούσε κλεισµένος στο λαβύρινθο, στο υπόγειο του παλατιού του Μίνωα, που τον είχε φτιάξει ο Αθηναίος Δαίδαλος

Είχε τόσους πολλούς διαδρόµους και δωµάτια, που κανένας ποτέ δεν είχε καταφέρει να βγει από εκεί.
 

Όταν έφτασε ο Θησέας στην Αθήνα, για τρίτη χρονιά οι Αθηναίοι έπρεπε να στείλουν τα παιδιά τους στην Κρήτη και σε όλη την πόλη ακούγονταν θρήνοι και κλάµατα.

Ο Θησέας αποφάσισε να πάει κι εκείνος µαζί τους για να σκοτώσει το Μινώταυρο.
 

Στο λιµάνι του Φαλήρου τούς αποχαιρέτησαν όλοι κλαίγοντας. Έβαλαν στο καράβι µαύρα πανιά κι ο βασιλιάς Αιγέας τους παρακάλεσε, αν γύριζαν ζωντανοί, να βάλουν πανιά άσπρα.
 

Το καράβι έφτασε στην Κρήτη. Εκεί ο Θησέας γνώρισε την κόρη του Μίνωα, την Αριάδνη. Θαµπωµένη η νέα από την οµορφιά του Θησέα θέλησε να τον βοηθήσει. Γι’ αυτό του έδωσε ένα κουβάρι νήµα, το µίτο, και τον συµβούλεψε να δέσει την άκρη του στην είσοδο του λαβύρινθου και να το ξετυλίγει.
 

Ο Θησέας µπήκε µε θάρρος στο λαβύρινθο κι έψαχνε το Μινώταυρο, ξετυλίγοντας το κουβάρι. Κάποια στιγµή άκουσε το άγριο µουγκρητό του. Όταν συναντήθηκαν, πάλεψαν σκληρά. Ο Θησέας σκότωσε το φοβερό τέρας µε το σπαθί του και βγήκε απ’ το λαβύρινθο µαζεύοντας το νήµα. Στην είσοδο τον υποδέχτηκαν οι νέοι της Αθήνας µε δάκρυα χαράς και ανακούφισης.

3. Ο Θησέας επιστρέφει στην Αθήνα

Το ίδιο βράδυ ο Θησέας και οι νέοι της Αθήνας έφυγαν κρυφά µε το πλοίο τους από την Κρήτη.

Μαζί τους πήραν και την Αριάδνη. Προηγουµένως είχαν φροντίσει να ανοίξουν τρύπες στα καράβια του Μίνωα, για να µην µπορούν να τους ακολουθήσουν. Ταξίδεψαν χαρούµενοι µέχρι τη Νάξο. 

Εκεί βγήκαν σε µια ακρογιαλιά για να ξεκουραστούν. Τότε όµως πέρασε από κει ο θεός Διόνυσος. 

Είδε την Αριάδνη, θαµπώθηκε από την οµορφιά της και την πήρε, για να την κάνει γυναίκα του. Ο Θησέας στενοχωρήθηκε πολύ για το χαµό της Αριάδνης. Το πλοίο συνέχισε το ταξίδι του για την Αθήνα, κανείς όµως δε σκέφτηκε ότι έπρεπε ν’ αλλάξουν τα µαύρα πανιά.

 

Εν τω µεταξύ ο Αιγέας από το Σούνιο κοίταζε συνέχεια τη θάλασσα, ελπίζοντας κάποια στιγµή να δει το πλοίο να επιστρέφει. Κι όταν µια µέρα φάνηκε το πλοίο στον ορίζοντα µε πανιά µαύρα, απ’ τη µεγάλη του λύπη έπεσε από το βράχο στη θάλασσα και πνίγηκε. Η θάλασσα όπου έπεσε ονοµάστηκε Αιγαίο πέλαγος.

 

Μετά το θάνατο του Αιγέα, ο Θησέας έγινε βασιλιάς της Αθήνας και βασίλεψε πολλά χρόνια µε σοφία και δικαιοσύνη. Αργότερα παντρεύτηκε τη Φαίδρα, την αδερφή της Αριάδνης. Κάποτε όµως ταξίδεψε µακριά. Όταν γύρισε, είχε χάσει το θρόνο του. Απογοητευµένος αποφάσισε να ζήσει την υπόλοιπη ζωή του στη Σκύρο, όπου είχε πατρικά κτήµατα.

 

Όταν πήγε στη Σκύρο, τον υποδέχτηκε ο βασιλιάς Λυκοµήδης και του πρότεινε να του δείξει ο ίδιος τα κτήµατά του. Ο Θησέας, που τον νόµιζε φίλο του, πήγε µαζί του. Εκείνος όµως τον έσπρωξε σ’ έναν γκρεµό και τον σκότωσε. Τον έθαψαν στη Σκύρο. Αργότερα όµως οι Αθηναίοι έφεραν τα οστά του στην Αθήνα.

bottom of page