top of page

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ο Ηρακλής γεννήθηκε στη φαντασία των ανθρώπων σε µια πολύ παλιά εποχή.

Την εποχή εκείνη οι άνθρωποι κυνηγούσαν τα άγρια ζώα, για να τραφούν µε το κρέας τους και να ντυθούν µε το δέρµα τους, και τρόµαζαν από τους κεραυνούς, τους σεισµούς και τις άγριες καταιγίδες.

Χρειάζονταν λοιπόν τους ήρωες, για να τους βοηθούν στις δυσκολίες της ζωής τους.

Ο Ηρακλής είναι ο µεγαλύτερος ήρωας της ελληνικής µυθολογίας.

Γιος του ∆ία και µιας θνητής βασιλοπούλας, της Αλκµήνης, ήταν ο δυνατότερος απ’ όλους τους ανθρώπους. Εξολόθρευσε άγρια θηρία και τέρατα, έδιωξε τυράννους και σκότωσε κακούς βασιλιάδες.

Ήταν πάντα δίκαιος, καλόκαρδος και πρόθυµα βοηθούσε τους ανθρώπους.

Ήταν ατρόµητος κι ανίκητος και τα κατορθώµατά του έµειναν για πάντα αξέχαστα.

Ο ΗΡΑΚΛΗΣ

1. Η γέννηση του Ηρακλή

Κάποτε ο Αµφιτρύωνας και η γυναίκα του, η Αλκµήνη, κόρη του βασιλιά των Μυκηνών, αναγκάστηκαν να φύγουν από την πατρίδα τους και να ζητήσουν καταφύγιο στη ΘήβαΕκεί η Αλκµήνη γέννησε δυο παιδιά. Τον Ηρακλή, που ήταν γιος του Δία, και τον Ιφικλή.

 

Η Ήρα ζήλευε την Αλκµήνη και µισούσε πολύ τον Ηρακλή.

Ο ∆ίας όµως έστειλε µια µέρα τον Ερµή να φέρει το µωρό στον Όλυµπο και το έβαλε να πιει λίγο γάλα από το στήθος της Ήρας, την ώρα που αυτή κοιµόταν, για να γίνει ανίκητο. Όταν η Ήρα ξύπνησε, κατάλαβε ποιο ήταν το µωρό και τραβήχτηκε απότοµα. Χύθηκε τότε λίγο από το γάλα της στον ουρανό κι έγινε ο Γαλαξίας µε τα χιλιάδες αστέρια του.

Όταν τα δυο παιδιά έγιναν περίπου οκτώ µηνών, η Ήρα έστειλε µια νύχτα δυο φίδια να τα πνίξουν. Μόλις τα φίδια πλησίασαν την κούνια τους, ο Δίας έστειλε φως που έλουσε το δωµάτιο και τα παιδιά ξύπνησαν. Ο Ιφικλής τροµαγµένος έβαλε τα κλάµατα. Ο Ηρακλής όµως, χωρίς κανένα φόβο, άρπαξε τα φίδια απ’ το λαιµό και τα έπνιξε. Όλοι τότε κατάλαβαν ότι ο Ηρακλής είχε θεϊκή καταγωγή.

 

Όταν µεγάλωσε ο Ηρακλής, παντρεύτηκε την κόρη του βασιλιά της Θήβας, τη Μεγάρα κι έγινε ο ίδιος βασιλιάς. Κυβέρνησε µερικά χρόνια τη Θήβα και ζούσε ευτυχισµένος.

 

Κάποια µέρα όµως η Ήρα, που πάντα τον µισούσε, τον τρέλανε κι ο Ηρακλής έκανε κακό στα παιδιά και στη γυναίκα του, νοµίζοντας πως είναι εχθροί του. Συνήλθε όµως και κατάλαβε το κακό που είχε κάνει. Πήγε τότε στο µαντείο των Δελφών, για να ρωτήσει τον Απόλλωνα τι έπρεπε να κάνει για να τον συγχωρέσουν οι θεοί. Η Πυθία, η ιέρεια του Απόλλωνα, του είπε ότι έπρεπε να γυρίσει στις Μυκήνες, την πατρίδα της µητέρας του, και να υπηρετήσει πιστά δώδεκα χρόνια τον ξάδερφό του, τον Ευρυσθέα, που βασίλευε εκεί. Μετά θα γινόταν αθάνατος και θα ανέβαινε στον Όλυµπο.

2. Το λιοντάρι της Νεµέας

Ο Ηρακλής έφυγε από τη Θήβα.

Μαζί µε τον ανιψιό του, τον Ιόλαο, πήγε στις Μυκήνες για να υπηρετήσει τον Ευρυσθέα.

 

Ο Ευρυσθέας, που φοβόταν τον Ηρακλή, τον έστειλε να κάνει δώδεκα άθλους, δηλαδή δώδεκα δύσκολα κατορθώµατα, ελπίζοντας ότι σε κάποιο από αυτά θα σκοτωνόταν.

 

Ο πρώτος άθλος που έκανε ο Ηρακλής ήταν να σκοτώσει το λιοντάρι της Νεµέας.

Το φοβερό αυτό λιοντάρι το είχε µεγαλώσει η Ήρα. Το δέρµα του ήταν τόσο σκληρό που τα σιδερένια βέλη δεν το περνούσαν. Είχε τη φωλιά του σε µια σπηλιά µε δυο εισόδους, στην πλαγιά ενός βουνού κοντά στη Νεµέα. Καθηµερινά κατέβαινε στην πεδιάδα και κατασπάραζε ζώα και ανθρώπους.

Οι κάτοικοι ήταν απελπισµένοι και δεν τολµούσαν να βγουν στην εξοχή.
 

Ο Ηρακλής, πηγαίνοντας στη Νεµέα, πέρασε από το ιερό άλσος της πόλης, έκοψε µια αγριελιά κι απ’ τον κορµό της έφτιαξε ένα βαρύ ρόπαλο. Μετά πήγε και περίµενε κοντά στη φωλιά του λιονταριού κι, όταν αυτό φάνηκε, το χτύπησε πρώτα µε τα βέλη του. Τα βέλη έπεσαν στη γη χωρίς να το τραυµατίσουν και το λιοντάρι επιτέθηκε στον Ηρακλή. Εκείνος το χτύπησε µε το ρόπαλο. Το λιοντάρι πόνεσε και κρύφτηκε στη φωλιά του. Ο Ηρακλής τότε µάζεψε µεγάλες πέτρες, έκλεισε τη µια είσοδο και µπήκε από την άλλη. Το ζώο βρυχήθηκε και σείστηκε όλο το βουνό. Όρµησε πάνω στον ήρωα και πάλευαν µια ώρα. Τέλος ο Ηρακλής τύλιξε τα χέρια του γύρω από το λαιµό του και το έπνιξε.

 

Μετά πήρε το δέρµα του, τη λεοντή, το φόρεσε και γύρισε στις Μυκήνες. Όταν τον είδε ο Ευρυσθέας τρόµαξε πολύ και διέταξε να του φτιάξουν ένα χάλκινο πιθάρι, για να κρύβεται, όταν θα κινδύνευε.

3. Η Λερναία Ύδρα και ο κάπρος του Ερύµανθου

Στη λίµνη Λέρνη της Πελοποννήσου ζούσε ένα φοβερό νερόφιδο, µε τεράστιο σώµα και εννιά κεφάλια. Από τα στόµατά του έβγαινε φωτιά που κατάκαιγε φυτά, ζώα κι ανθρώπους. Οι κάτοικοι της περιοχής ήταν απελπισµένοι και κανείς δεν τολµούσε να πλησιάσει τη λίµνη.

 

Ο Ευρυσθέας διέταξε τον Ηρακλή να σκοτώσει αυτό το τέρας.
Ο Ηρακλής πήγε στη λίµνη Λέρνη µαζί µε τον ανιψιό του, τον Ιόλαο. Κατάφερε να βγάλει τη Λερναία Ύδρα από τη φωλιά της και της επιτέθηκε. Με ένα δρεπάνι άρχισε να κόβει τα κεφάλια της. Μόλις όµως έκοβε ένα κεφάλι, στη θέση του φύτρωναν δύο. Φώναξε τότε τον Ιόλαο, που άναψε ένα δαυλό και µόλις ο Ηρακλής έκοβε ένα κεφάλι, ο Ιόλαος έκαιγε την πληγή. Έτσι σταµάτησαν να φυτρώνουν καινούρια κεφάλια. Το µεσαίο όµως κεφάλι της Λερναίας Ύδρας ήταν αθάνατο. Γι’ αυτό ο Ηρακλής, αφού το έκοψε, το έθαψε βαθιά στη γη κι έβαλε πάνω του µια τεράστια πέτρα. Βούτηξε και ταβέλη του στο δηλητηριασµένο σώµα της Ύδρας κι έγιναν θανατηφόρα.


Μετά ο Ευρυσθέας έστειλε τον Ηρακλή να του φέρει ζωντανό ένα φοβερόαγριογούρουνο, που ζούσε στο βουνό Ερύµανθο της Πελοποννήσου, έκανε µεγάλες καταστροφές και σκότωνε ζώα και ανθρώπους.

 

Ο Ηρακλής πήγε στον Ερύµανθο και κυνήγησε το αγριογούρουνο κάµποσες ηµέρες. Στο τέλος το ζώο εξαντλήθηκε από την κούραση και ο Ηρακλής το έπιασε, το έδεσε, το σήκωσε στους ώµους του και το πήγε ζωντανό στις Μυκήνες.

Ο Ευρυσθέας, όταν το είδε, τρόµαξε και κρύφτηκε στο πιθάρι.

4. Το ελάφι µε τα χρυσά κέρατα, οι Στυµφαλίδες όρνιθες, οι στάβλοι του Αυγεία

Σ’ ένα βουνό της Πελοποννήσου ζούσε το ιερό ελάφι της θεάς Άρτεµης. 

Είχε χρυσά κέρατα, χάλκινες οπλές και κανείς δεν το έφτανε στο τρέξιµο.

Ο Ευρυσθέας διέταξε τον Ηρακλή να φέρει το ελάφι αυτό ζωντανό στις Μυκήνες.

Ένα ολόκληρο χρόνο το κυνηγούσε ο Ηρακλής στα βουνά και στα δάση χωρίς αποτέλεσµα.

Μια µέρα το ελάφι µπήκε στον ποταµό Λάδωνα, για να περάσει απέναντι.

Τότε ο Ηρακλής το χτύπησε ελαφρά µε ένα βέλος στο πόδι.

Μετά το σήκωσε στους ώµους του και το πήγε στις Μυκήνες.

Αφού το έδειξε στον Ευρυσθέα, το άφησε ελεύθερο, όπως είχε υποσχεθεί στη θεά Άρτεµη.
 

Μετά ο Ηρακλής πήγε στη λίµνη Στυµφαλία.

Εκεί ζούσαν οι Στυµφαλίδες όρνιθες,µεγάλα πουλιά, µε σιδερένια ράµφη και φτερά, που τρέφονταν µε ανθρώπινο κρέας. Φτάνοντας, άρχισε να χτυπά δυο χάλκινα κρόταλα που του είχε χαρίσει η Αθηνά.

Τα πουλιά βγήκαν από τα καλάµια της λίµνης όπου κρύβονταν και πέταξαν τροµαγµένα.

Τότε ο Ηρακλής µε τα βέλη του σκότωσε πολλά. Όσα γλίτωσαν έφυγαν µακριά και δεν ξαναφάνηκαν.
 

Αργότερα ο Ευρυσθέας τον έστειλε να καθαρίσει τους στάβλους του βασιλιά Αυγεία σε µια µέρα.

Ο Αυγείας ζούσε στην Ήλιδα κι είχε αµέτρητα κοπάδια που του τα είχε χαρίσει ο πατέρας του, ο Ήλιος.

Τα ζώα ήταν πάρα πολλά και οι βοσκοί του δεν προλάβαιναν να καθαρίζουν τους στάβλους.

Είχαν µαζευτεί λοιπόν πολλοί σωροί από κοπριά που µύριζαν πολύ άσχηµα.

Ο Ηρακλής έσκαψε δύο βαθιά χαντάκια, που περνούσαν µέσα από τους στάβλους κι έφταναν µέχρι τους ποταµούς Αλφειό και Πηνειό. Έστρεψε µετά το ρεύµα των ποταµών µέσα στα χαντάκια. Τα ορµητικά νερά µπήκαν στους στάβλους, παρέσυραν την κοπριά και την πήγαν στη θάλασσα.

Έτσι ο Ηρακλής καθάρισε τους στάβλους του Αυγεία σε µια µόνο µέρα.

5. Κι άλλοι άθλοι

Μετά απ’ όλα αυτά τα κατορθώµατα, ο Ευρυσθέας έστειλε τον Ηρακλή σε πιο µακρινά µέρη.

Έτσι, ο Ηρακλής πήγε στην Κρήτη κι έπιασε τον άγριο ταύρο του Μίνωα, που από το στόµα του έβγαιναν φλόγες κι έκανε πολλές καταστροφές. Ανεβασµένος στη ράχη του, πέρασε το Αιγαίο κι έφτασε στις Μυκήνες.
 

Ο Ηρακλής µετά πήγε στη Θράκη, όπου ζούσε ο βασιλιάς Διοµήδης, ο γιος του θεού Άρη.

Αυτός είχε τέσσερα άγρια άλογα, που τρέφονταν µε ανθρώπινες σάρκες.

Σκότωσε το Διοµήδη, έπιασε τα άλογα και τα έφερε στις Μυκήνες.
 

Ταξίδεψε και πιο µακριά, στον Εύξεινο πόντο, στη χώρα των Αµαζόνων.

Οι Αµαζόνες ήταν όλες τους όµορφες και ξακουστές στο τόξο και στην ιππασία.

Ο Ηρακλής πολέµησε µαζί τους, τις νίκησε και πήρε τη ζώνη της βασίλισσάς τους, της Ιππολύτης, και την έφερε στον Ευρυσθέα.

 

Αργότερα ταξίδεψε στη Δύση, πιο πέρα από την άκρη της γης, για να φέρει στις Μυκήνες τα βόδια του Γηρυόνη.

Ο Γηρυόνης ήταν ένα τέρας που από τη µέση κι επάνω είχε τρία σώµατα.

Τα βόδια του τα φύλαγε ο σκύλος του, ο Όρθος, που είχε δυο κεφάλια και η ουρά του ήταν φίδι.

Ο Ηρακλής σκότωσε και τους δυο, κι έφερε τα βόδια στον Ευρυσθέα που τα θυσίασε στη θεά Ήρα.

bottom of page